- ξενοδουλεύω
- ξενοδούλεψα1. εργάζομαι ως εργάτης ή υπάλληλος.2. εργάζομαι ως βοηθός ή υπηρέτης σε κάποιον: Ξενοδουλεύει για να ζήσει τα παιδιά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.